ροδοειδής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ροδοειδής | η | ροδοειδής | το | ροδοειδές |
γενική | του | ροδοειδούς* | της | ροδοειδούς | του | ροδοειδούς |
αιτιατική | τον | ροδοειδή | τη | ροδοειδή | το | ροδοειδές |
κλητική | ροδοειδή(ς) | ροδοειδής | ροδοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ροδοειδείς | οι | ροδοειδείς | τα | ροδοειδή |
γενική | των | ροδοειδών | των | ροδοειδών | των | ροδοειδών |
αιτιατική | τους | ροδοειδείς | τις | ροδοειδείς | τα | ροδοειδή |
κλητική | ροδοειδείς | ροδοειδείς | ροδοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ροδοειδής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ροδοειδής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ροδοειδής
|