ροζέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ροζέτα | οι | ροζέτες |
γενική | της | ροζέτας | των | ροζετών |
αιτιατική | τη | ροζέτα | τις | ροζέτες |
κλητική | ροζέτα | ροζέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ροζέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική rosett
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ροζέτα θηλυκό
- έμβλημα σε παράσημο με σχήμα ρόδου
- ανάγλυφο κόσμημα με το ίδιο σχήμα
- (γενικότερα) στρογγυλό διακοσμητικό στοιχείο που έχει συνήθως το σχήμα λουλουδιού
- διαμάντι με πολλές έδρες στο επάνω μέρος του κι επίπεδο στο κάτω
- διακοσμητική κορνίζα από γύψο ή ξύλο, η οποία καλύπτει τη βάση του φωτιστικού ή απλώς καρφώνεται στο ταβάνι
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ροζέτα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)