ροκέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ροκέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική roquer
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ροκέ ουδέτερο άκλιτο
- (σκάκι) σύνθετη κίνηση στο σκάκι κατά την οποία ο βασιλιάς κινείται δύο τετράγωνα προς την κατεύθυνση του πύργου και ο πύργος μετακινείται δίπλα στο βασιλιά περνώντας από πάνω του
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ροκέ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Σκάκι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)