ρυτίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρυτίδα | οι | ρυτίδες |
γενική | της | ρυτίδας | των | ρυτίδων |
αιτιατική | τη | ρυτίδα | τις | ρυτίδες |
κλητική | ρυτίδα | ρυτίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρυτίδα < αρχαία ελληνική ῥυτίς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɾiˈti.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρυ‐τί‐δα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρυτίδα θηλυκό
- πτυχή του δέρματος, κυρίως στο πρόσωπο, που προκύπτει με τη γήρανση του οργανισμού
- ※ Μὴ νομίζῃς μὲ ρυτίδες / πῶς τὸ πρόσωπο χαλᾷ; / Καὶ ἡ θάλασσα δὲν εἶδες / μὲ ρυτίδες πῶς γελᾷ; (Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Καλά γεράματα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αντιρυτιδικός
- αρυτίδιαστος / αρρυτίδωτος
- αυλακορυτίδα
- ρυτιδιάζω
- ρυτιδιασμένος
- ρυτιδώδης
- ρυτίδωμα
- ρυτιδώνω
- ρυτίδωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)