ρωσοφωνία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρωσοφωνία | ||
γενική | της | ρωσοφωνίας | ||
αιτιατική | τη | ρωσοφωνία | ||
κλητική | ρωσοφωνία | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɾo.so.foˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρω‐σο‐φω‐νί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρωσοφωνία θηλυκό
- η ομιλία στη ρωσική γλώσσα, η γνώση των ρωσικών
- ※ Η ρωσοφωνία ως κατηγορία πρακτικής της ρωσοφροσύνης (Λέτσιου, Στέλα.Ανάμεσα σε δυο πατρίδες: Ελληνομάθεια και ρωσομάθεια ως στοιχεία ταυτότητας και μεταναστευτικών επιλογών Ελληνοποντίων νέων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας @www.didakotria.gr)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρωσοφωνία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φωνία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)