σάλια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
σάλια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σάλιο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σάλι