σάουνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σάουνα | οι | σάουνες |
γενική | της | σάουνας | — | |
αιτιατική | τη | σάουνα | τις | σάουνες |
κλητική | σάουνα | σάουνες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σάουνα < (άμεσο δάνειο) αγγλική sauna < φινλανδική sauna < πρωτοφιννοουγγρική *savńa < πρωτοουραλική *sakńa (χειμερινό κατάλυμα, λάκκος σκαμμένος μέσα στο χιόνι για προσωρινό καταφύγιο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σάουνα θηλυκό
- λουτρό θερμότητας μέσα σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο που ακολουθείται από ψυχρό λουτρό και προσφέρει χαλάρωση και αναζωογόνηση
- ο χώρος μέσα στον οποίο αναπτύσσονται πολύ υψηλές θερμοκρασίες, ώστε να εκτεθεί σε αυτές ο λουόμενος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- σάουνα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα φινλανδικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)