σάρκωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σάρκωμα < σάρξ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σάρκωμα ουδέτερο
- (ιατρική) είδος κακοήθους όγκου
- (αγιογραφία, ζωγραφική) το ανοικτότερο χρώμα πάνω στον προπλασμό των γυμνών σημείων της εικόνας ή της τοιχογραφίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- σάρκωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σάρκωμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)