σάτζιη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σάτζιη < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ساج (sac, φύλλο μετάλλου, μεταλλικό σκεύος) (τουρκικά sac) [1] < πρωτοτουρκική *siāč
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σάτζιη θηλυκό
- (κυπριακά) (κουζινικά) κυρτό μεταλλικό σκεύος, το οποίο θερμαίνεται με φωτιά από το κοίλο μέρος, ενώ πάνω του, στο κυρτό του μέρος ψήνονται πίτες
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- σάτζιν (ουδέτερο)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Οι πίτες που φτιάχνονται πάνω στη σάτζιη, αποκαλούνται «καττιμέρια της σάτζιης».
- Πάνω στη σάτζιη έψηναν επίσης
- τις χυλόπιτες γνωστές ως «τρυπητές»
- τις λαγγόπιττες
- τα μπουρέκια με χαλλούμι «χελλίμπουρεϊ».
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ταβάς στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Γιαγκουλλής, Κωνσταντίνος Γ. (2005). Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου: Ερμηνευτικός και ετυμολογικός της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής (B' έκδοση). σελ. 466.