σάττω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σάττω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tuak

σάττω

  1. φορτώνω με όπλα, οπλίζω
  2. βάζω σέλα σε άλογο, σαμαρώνω
  3. Επανδρώνω (σε πλοία)
  4. (Γενικότερα) εφοδιάζω
  • Αόριστος : ἔσαξα
  • Mέση φωνή αορίστου: ἐσαξάμην
  • Παθητικός αόριστος: ἐσάχθην
  • Παρακείμενος: σέσαγμαι (προστακτική παρακειμένου : σεσάχθω)[1]
  1. Νέον ορθογραφικόν ερμηνευτικόν λεξικόν, Δημήτριος Δημητράκος, Αθήνα 1970, σελ. 1215