σάχλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σάχλα οι σάχλες
      γενική της σάχλας
    αιτιατική τη σάχλα τις σάχλες
     κλητική σάχλα σάχλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σάχλα < σαχλός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σάχλα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]