σέπομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σέπομαι < σήπομαι < αρχαία ελληνική σήπομαι, παθητική φωνή του ρήματος σήπω < σήψ
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
σέπομαι (αποθετικό)
- (λαϊκότροπο) (ιδιωματικό) άλλη μορφή του σήπομαι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σέπομαι
|