σέρβερ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σέρβερ (νεολογισμός) < (λόγιο δάνειο) αγγλική server
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σέρβερ αρσενικό άκλιτο (ή ουδέτερο) άκλιτο)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- σέρβερ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σέρβερ
|
Κατηγορίες:
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)