σέρβικων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σέρβικων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του σέρβικος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του σέρβικος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σέρβικος