σέρνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σέρνομαι: παθητική φωνή του ρήματος σέρνω
Ρήμα[επεξεργασία]
σέρνομαι
- έρπω
- προχωρώ πολύ αργά, με μεγάλη δυσκολία, με πολύ κόπο
- τριγυρίζω κουρασμένα με ανία και χωρίς σκοπό
- τραβάω σε μάκρος, διαρκώ μεγάλο χρονικό διάστημα
- για αρρώστια που εξαπλώνεται