σέσουλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σέσουλα | οι | σέσουλες |
γενική | της | σέσουλας | — | |
αιτιατική | τη | σέσουλα | τις | σέσουλες |
κλητική | σέσουλα | σέσουλες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σέσουλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική sessola
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σέσουλα θηλυκό
- μικρό φτυαράκι, πλαστικό ή μεταλλικό, που χρησιμοποιείται σήμερα κυρίως στα καταστήματα εμπορίας ξηρών καρπών, καφεκοπτεία, αποθήκες μπαχαρικών, ζωοτροφών κ.λπ. και που παλιότερα συνηθιζόταν στα μπακάλικα στη πώληση οσπρίων, αλεύρων ζάχαρης κ.λπ. από τα διακινούμενα τότε χύμα σε τσουβάλια.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πέστροφα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)