σήμανση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σήμανση | οι | σημάνσεις |
γενική | της | σήμανσης* | των | σημάνσεων |
αιτιατική | τη | σήμανση | τις | σημάνσεις |
κλητική | σήμανση | σημάνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σημάνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σήμανση < (ελληνιστική κοινή) σήμανσις < σημαίνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σήμανση θηλυκό
- η εγγραφή ή επικόλληση σε έντυπο, προϊόν, συσκευασία κλπ ή γενικότερα η τοποθέτηση σε κάποιο σημείο ειδικού σήματος
- η υπηρεσία της αστυνομίας που ασχολείται με την εύρεση και την ταυτοποίηση τεκμηρίων σχετικών με εγκληματικές πράξεις, πχ την ταυτοποίηση δακτυλικών αποτυπωμάτων
- (πληροφορική) η συμβολική γραφή (markup) που χρησιμοποιεί ετικέτες σε μια γλώσσα σήμανσης για να υποδείξει την σημασία ενός στοιχείου και τον τον τρόπο απεικόνισής του, όπως στην γλώσσα προγραμματισμού HTML
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σήμανση