σαβαγιάρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαβαγιάρ < γαλλική savoyard (= ο προερχόμενος από τη Σαβοΐα)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σαβαγιάρ ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο

  • είδος μπισκότων που χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική, κυρίως ως βάση παρασκευής γλυκισμάτων.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]