σαδισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαδισμός οι σαδισμοί
      γενική του σαδισμού των σαδισμών
    αιτιατική τον σαδισμό τους σαδισμούς
     κλητική σαδισμέ σαδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαδισμός < από το όνομα του μαρκήσιου Ντε Σαντ (de Sade)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σαδισμός αρσενικό

  • το να απολαμβάνει κανείς να προκαλεί πόνο, σωματικό ή ψυχικό στους άλλους

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]