σακούλιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σακούλιασμα < σακουλιάζω + -μα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /saˈku.ʎa.zma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σακούλιασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σακουλιάζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σακούλιασμα
|