σαλέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαλέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική chalet[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ένα σαλέ

σαλέ ουδέτερο άκλιτο

  • εξοχικό σπίτι στο βουνό που αντιγράφει ελβετικό πρότυπο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

σαλέ