σαλεύγω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαλεύγω < σαλεύω με ανάπτυξη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα[επεξεργασία]
σαλεύγω, πρτ.: σάλευγα, στ.μέλλ.: θα σαλέψω, αόρ.: σάλεψα, μτχ.π.π.: σαλευγμένος
- (ιδιωματικό) σαλεύω (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- "- ήντα κάμεις εϊτού; - μ΄ ήβαλε να του τα σαλεύγω! (= εννοώντας ότι τον έχει βάλει κάποιος να του ανακατεύει τα χρώματα σε δοχεία) (Χρειάζεται στοιχεία παραθέματος, αν είναι από συγκεκριμένο βιβλίο)
- " μα σαλευγμένα τάχεις; (= έχεις τρελαθεί;) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- "βρε για σάλευγε!΄" (= κουνήσου!, ξεκίνα!)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαλεύγω
|