σαλμί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαλμί < (άμεσο δάνειο) ιταλική salmi[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /salˈmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σαλ‐μί

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σαλμί ουδέτερο άκλιτο

  1. τρόπος μαγειρέματος κυνηγημένων ζώων
  2. σάλτσα που συνοδεύεται με αυτά τα ζώα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]