σαμπανί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαμπανί < σαμπάν(ια) +

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sam.paˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐μπα‐νί

Επίθετο

[επεξεργασία]

σαμπανί ουδέτερο άκλιτο

  • που έχει χρώμα σαμπανί
    αγόρασα κάτι μεταξωτά σαμπανί εσώρουχα καταπληκτικά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σαμπανί ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]