σανά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
σανά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σανό
- (περιληπτικό, για τη συγκομιδή) σανά (ουδέτερο πληθυντικός και για το αρσενικό «ο σανός»)
- ↪ πούλησε τα σανά του
- (περιληπτικό, για τη συγκομιδή) σανά (ουδέτερο πληθυντικός και για το αρσενικό «ο σανός»)