σαρακοστιανά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | σαρακοστιανά | ||
γενική | των | σαρακοστιανών | ||
αιτιατική | τα | σαρακοστιανά | ||
κλητική | σαρακοστιανά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]σαρακοστιανά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σαρακοστιανός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σαρακοστιανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα νηστίσιμα φαγητά που τρώγονται την Καθαρά Δευτέρα ή κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σαρακοστιανά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]σαρακοστιανά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σαρακοστιανός