σατινέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σατινέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική satiné
Επίθετο[επεξεργασία]
σατινέ άκλιτο
- άλλη μορφή του σατινένιος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σατέν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σατινέ
|