σαφράνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαφράνι τα σαφράνια
      γενική του σαφρανιού των σαφρανιών
    αιτιατική το σαφράνι τα σαφράνια
     κλητική σαφράνι σαφράνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
άνθος σαφρανιού

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαφράνι < λατινική safranum < αραβική أَصْفَر (aṣfar) < περσική زَعْفَرَان (zaʻfarān)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σαφράνι ουδέτερο

  1. γένος φυτών της οικογένειας των Iridaceae
  2. ουσία που λαμβάνεται από τα άνθη του Crocus sativus

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]