σβήνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σβήνομαι < σβήνω

σβήνομαι

  1. με σβήνουν
  2. (μεταφορικά) χάνομαι, εξαφανίζομαι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]