σεισμογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεισμογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική séismographie / sismographie < αρχαία ελληνική σεισμός + γράφω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.zmo.ɣɾaˈfi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σεισμογραφία θηλυκό
- επιστημονικός κλάδος που μελετά, καταγράφει και περιγράφει τους σεισμούς με ειδικούς σεισμογράφους
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μικροσεισμογράφος
- σεισμόγραμμα
- σεισμογράφημα
- σεισμογραφικός
- σεισμογράφος
- → δείτε τις λέξεις σεισμός, σείω και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σεισμογραφία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)