σενιάν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σενιάν < γαλλική saignant

Επίθετο

[επεξεργασία]

σενιάν άκλιτο

  • που είναι λίγο ψημένο, έτσι ώστε εξωτερικά να φαίνεται ψημένο αλλά και ζουμερό ενώ εσωτερικά να είναι σχετικά ωμό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]