σερβίρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σερβίρισμα < σερβίρω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σερβίρισμα ουδέτερο
- η διαδικασία και το αποτέλεσμα του σερβίρω
- παράθεση φαγητού, ποτού, κ.λπ.
- η ρίψη της μπάλας από παίκτη σε παίκτη ίδιας ομάδας (ποδόσφαιρο, βόλεϊ κ.λπ.)