σηκώνω χέρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
σηκώνω χέρι
- χειροδικώ, ή απειλώ να χτυπήσω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σηκώνω χέρι
|
σηκώνω χέρι
|