σημαδούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.maˈðu.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ση‐μα‐δού‐ρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σημαδούρα θηλυκό
- αντικείμενο που επιπλέει στη θάλασσα και είναι δεμένο σε άγκυρα· χρησιμοποιείται για να καταδείξει μια περιοχή ή κάτι που βρίσκεται στο βυθό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σημάδι