σηματοδοτώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
σηματοδοτώ
- τοποθετώ σηματοδότες για την ρύθμιση της κυκλοφορίας των οχημάτων, πεζών, τρένων
- μεταδίδω σήματα
- (μτφ) φανερώνω οτι κάτι θα συμβεί
- Η πτώση του Χρηματιστηρίου Αξιών θα σηματοδοτήσει τις εξελίξεις στην οικονομία.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σηματοδοτώ