σιγαλά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]σιγαλά < σιγαλός
Επίρρημα
[επεξεργασία]σιγαλά
- σιγανά, χωρίς να ακούγεται κάποιος δυνατός ήχος
- Ήσυχα και σιγαλά, //διψώντας τα φιλιά μας, //από τ' άγνωστο γλιστράς //μέσα στην αγκαλιά μας. (Κωστής Παλαμάς, Ο Τάφος)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σιγαλά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]σιγαλά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σιγαλό