σιδηροκατασκευή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σιδηροκατασκευή θηλυκό
- κτήριο του οποίου η δομή είναι μεταλλική
- γενικό όνομα για δομικά στοιχεία από μέταλλο, συνήθως ατσάλι (κολόνες, δοκάρια, κ.α.)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σιδηροκατασκευή
|