σικύα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σικύα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σικύα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σικύα θηλυκό
- (φυτό) κολοκυθιά
- μικρό γυάλινο ποτήρι, η βεντούζα
- ερεθισμός του δέρματος που προκαλείται από τη χρήση βεντούζας, επίσπαση
- καθένα από τα εκμυζητικά όργανα ορισμένων ζώων
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σικύα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- σικύα σελ.6521 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σικύα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σικύα, -ας θηλυκό
- είδος καρπού (ίσως το πεπόνι)
- (φυτό) (κολοκυνθίς) αγριοκολοκυθιά
- (φυτό) (σικύα ἰνδική) κολοκυθιά
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 2, 53 @scaife.perseus, @el.wikisource
- Μηνόδωρος δ’ ὁ Ἐρασιστράτειος, Ἱκεσίου φίλος ‘τῶν κολοκυντῶν, φησίν, ἣ μὲν Ἰνδική, ἡ καὶ αὐτὴ καὶ σικύα, ἣ δὲ κολοκύντη. καὶ ἡ μὲν Ἰνδικὴ κατὰ τὸ πλεῖστον ἕψεται, ἡ δὲ κολοκύντη καὶ ὀπτᾶται.’
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 2, 53 @scaife.perseus, @el.wikisource
- είδος βεντούζας που είχε το σχήμα της κολοκύθας και χρησίμευε για αφαίμαξη
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Τίμαιος, 79e (79e-80a) @scaife.perseus
- καὶ δὴ καὶ τὰ τῶν περὶ τὰς ἰατρικὰς σικύας παθημάτων αἴτια καὶ τὰ τῆς καταπόσεως τά τε τῶν ῥιπτουμένων, ὅσα ἀφεθέντα μετέωρα καὶ ὅσα ἐπὶ γῆς φέρεται, ταύτῃ διωκτέον,
- ≈ συνώνυμα: λατινικά cucurbita
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Τίμαιος, 79e (79e-80a) @scaife.perseus
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- σικύα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- σικύα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Φυτά (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αθήναιο (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλάτωνα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)