σινιέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σινιέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική signé < signer < λατινική signo < signum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sek- (“κόβω”) ή *sekʷ- (“ακολουθώ”)

Επίθετο

[επεξεργασία]

σινιέ άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]