σινιέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σινιέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική signé < signer < λατινική signo < signum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sek- (“κόβω”) ή *sekʷ- (“ακολουθώ”)
Επίθετο
[επεξεργασία]σινιέ άκλιτο
- που έχει σχέση ή αναφέρεται σε πολυτελές ένδυμα (με υπογραφή (μεγάλου) δημιουργού)