σιτοφύλακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σιτοφύλακας < αρχαία ελληνική σιτοφύλαξ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σιτοφύλακας αρσενικό
- (επάγγελμα) ο επιφορτισμένος στη περιφρούρηση της διακίνησης σίτου και παραγώγων του στην αρχαία Αθήνα και Πειραιά
- "υπήρχαν πέντε σιτοφύλακες στη κάθε παραπάνω πόλη ασκώντας επ΄ αυτού αστυνομικά καθήκοντα"
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σιτοφύλακας
|