σκάσιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκάσιμο ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σκάω
- το σκάσιμο της βόμβας έγινε σε στιγμή που δεν το περίμενε κανείς
- όλα ξεκίνησαν με το σκάσιμο ενός αθώου φιλιού στο μάγουλο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκάσιμο