σκαλί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκαλί | τα | σκαλιά |
γενική | του | σκαλιού | των | σκαλιών |
αιτιατική | το | σκαλί | τα | σκαλιά |
κλητική | σκαλί | σκαλιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκαλί < υποκοριστικό του σκάλα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκαλί ουδέτερο
- το σκαλοπάτι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκαλί
→ δείτε τη λέξη σκαλοπάτι |