σκαπετίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκαπετίζω < σκαπετ(άω) + -ίζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ska.peˈti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκα‐πε‐τί‐ζω
Ρήμα[επεξεργασία]
σκαπετίζω, αόρ.: σκαπέτισα (χωρίς παθητική φωνή)
- (σπάνιο) άλλη μορφή του σκαπετάω
Παράγωγα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σκαπετάω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκαπετίζω | σκαπέτιζα | θα σκαπετίζω | να σκαπετίζω | σκαπετίζοντας | |
β' ενικ. | σκαπετίζεις | σκαπέτιζες | θα σκαπετίζεις | να σκαπετίζεις | σκαπέτιζε | |
γ' ενικ. | σκαπετίζει | σκαπέτιζε | θα σκαπετίζει | να σκαπετίζει | ||
α' πληθ. | σκαπετίζουμε | σκαπετίζαμε | θα σκαπετίζουμε | να σκαπετίζουμε | ||
β' πληθ. | σκαπετίζετε | σκαπετίζατε | θα σκαπετίζετε | να σκαπετίζετε | σκαπετίζετε | |
γ' πληθ. | σκαπετίζουν(ε) | σκαπέτιζαν σκαπετίζαν(ε) |
θα σκαπετίζουν(ε) | να σκαπετίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκαπέτισα | θα σκαπετίσω | να σκαπετίσω | σκαπετίσει | ||
β' ενικ. | σκαπέτισες | θα σκαπετίσεις | να σκαπετίσεις | σκαπέτισε | ||
γ' ενικ. | σκαπέτισε | θα σκαπετίσει | να σκαπετίσει | |||
α' πληθ. | σκαπετίσαμε | θα σκαπετίσουμε | να σκαπετίσουμε | |||
β' πληθ. | σκαπετίσατε | θα σκαπετίσετε | να σκαπετίσετε | σκαπετίστε | ||
γ' πληθ. | σκαπέτισαν σκαπετίσαν(ε) |
θα σκαπετίσουν(ε) | να σκαπετίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκαπετίσει | είχα σκαπετίσει | θα έχω σκαπετίσει | να έχω σκαπετίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκαπετίσει | είχες σκαπετίσει | θα έχεις σκαπετίσει | να έχεις σκαπετίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σκαπετίσει | είχε σκαπετίσει | θα έχει σκαπετίσει | να έχει σκαπετίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκαπετίσει | είχαμε σκαπετίσει | θα έχουμε σκαπετίσει | να έχουμε σκαπετίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκαπετίσει | είχατε σκαπετίσει | θα έχετε σκαπετίσει | να έχετε σκαπετίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σκαπετίσει | είχαν σκαπετίσει | θα έχουν σκαπετίσει | να έχουν σκαπετίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- s.v. «σκαπετώ, -άω» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .