σκαρτάδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκαρτάδος < βενετική scartada < ιταλική scartare < carta < λατινική charta < αρχαία ελληνική χάρτης (αντιδάνειο) < χαράσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰer- (χαράσσω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /skaɾˈta.ðos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκαρτάδος αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σκάρτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκαρτάδος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)