σκατά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκατά < πληθυντικός αριθμός του σκατό

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

σκατά

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • σκατά κι απόσκατα: χάλια
  • να φας σκατά (μαλάκα)/σκατά να φας (μαλάκα): σε μισώ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

σκατά ουδέτερο