σκερτσόζικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκερτσόζικος < σκερτσόζ(ος) + -ικος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sceɾˈt͡so.zi.kos/
Επίθετο[επεξεργασία]
σκερτσόζικος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- σκερτσόζικα
- → δείτε τη λέξη σκέρτσο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκερτσόζικος
|