σκιέρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκιέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική skieur
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sciˈeɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκι‐έρ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκιέρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (αθλητισμός) που κάνει σκι στο χιόνι
- (αθλητισμός) που κάνει σκι στo νερό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σκι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)