σκονάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκονάκι τα σκονάκια
      γενική
    αιτιατική το σκονάκι τα σκονάκια
     κλητική σκονάκι σκονάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκονάκι < σκόνη + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκονάκι ουδέτερο

  1. δόση φαρμάκου ή ναρκωτικού σε σκόνη
  2. (συνεκδοχικά) το χαρτάκι που περιέχει την αντίστοιχη δόση
  3. (οικείο) μικρό χαρτάκι που περιέχει πληροφορίες οι οποίες πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για αντιγραφή σε εξετάσεις

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]