σκονισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκονισμένος < παθητική μετοχή του σκονίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]σκονισμένος -η -ο
- που είναι καλυμμένος με σκόνη
σκονισμένος -η -ο