σκοπάνθρωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκοπάνθρωπος αρσενικό
- (στρατιωτική αργκό) ο σκοπός, αυτός που φυλάει σκοπιά (συνήθως ιδιαίτερα συχνά)
- ↪ Εγώ δεν είμαι άνθρωπος. Είμαι σκοπάνθρωπος!